- φανδόν
- φανδόνopenlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φανδόν — Α επίρρ. απροκάλυπτα, φανερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί κατ απόσπαση από τα ἀνα φανδόν, ἐξανα φανδόν (< θ. φαν τού φαίνω* + επιρρμ. κατάλ. δόν), πρβλ. σχε δόν] … Dictionary of Greek
χανδόν — και βοιωτ. τ. χάδαν Α επίρρ. 1. με ανοιχτό στόμα, με άπληστη επιθυμία, λαίμαργα («χανδὸν ἀμέτρητον δέκεται ποτόν», Νίκ. Θηρ.) 2. μτφ. σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («χανδὸν ἐμπιπλάμενος τοῦ ὕπνου», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χᾰν τού ρ. χαίνω (βλ.… … Dictionary of Greek